μεγαλοκτηματίας

μεγαλοκτηματίας
ο
ιδιοκτήτης μεγάλων ή πολλών εκτάσεων γης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοκτηματίας — ο ο κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • γαιοδεσπότης — ο ο μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εϋκτήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (5ος αι. π.Χ.). Καθόρισε, μαζί με τον Μέτωνα, τις σχέσεις ηλιακού και σεληνιακού έτους. Κατάρτισε πίνακα των πρωινών και εσπερινών εμφανίσεων των αστέρων. 2. Αθηναίος άρχοντας (5ος αι. π.Χ.). Υπήρξε και… …   Dictionary of Greek

  • κτηματίτης — κτηματίτης, ὁ (AM) κάτοχος πολλών κτημάτων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ίτης (πρβλ. αρματ ίτης, δωματ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τσιφλικάς — ο, Ν 1. ιδιοκτήτης τσιφλικιού 2. (γενικά) μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. άς (πρβλ. γυναικ άς)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρονοικοκύρης — ο, Ν μεγαλοκτηματίας …   Dictionary of Greek

  • Αλκισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πατέρας του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη (5ος αι. π.Χ.). Έδρασε στην Πύλο. 2. Λακεδαιμόνιος, ηγεμόνας των Φωκέων (4oς αι. π.Χ.). 3. Συβαρίτης μεγαλοκτηματίας, γνωστός για την πολυτελή του ζωή. 4. Τεγεάτης, νικητής… …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”